- ὑπηλιφής
- ὑπηλῐφής, ές, ([etym.] ὑπαλείφω)A pitched, caulked, of a ship, EM61.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπηλιφής — pitched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηλιφής — ές, Α (για πλοίο) αυτός που έχει αλειφθεί από κάτω, πισσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηλιφής (< θ. αλιφ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἀλείφω), πρβλ. δι ηλιφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek